- τριακόσι'
- τριᾱκόσια , τριακόσιοιthree hundredneut nom/voc/acc plτριᾱκόσιαι , τριακόσιοιthree hundredfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.